Η φωτογραφία μου
Master of Science in Economics, Athens University of Economics and Business.

Ελλάς Ελλήνων… Καταναλωτών!

Η ανορθολογική κατανομή μεταξύ κατανάλωσης και αποταμίευσης στα καθ’ ημάς, σε σύγκριση με τα ευρωπαϊκά και διεθνή standard, αποτέλεσε την αφορμή για τον τίτλο του σημερινού άρθρου, στον οποίο παραφράζεται το σύνθημα των οπαδών της επταετούς δικτατορίας.


Εξετάζοντας κάποιος τα πιο πρόσφατα στοιχεία από τις πιο αξιόπιστες στατιστικές πηγές, θα διαπιστώσει έκπληκτος ότι, αναλογικά με το ΑΕΠ:

– Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, η τελική κατανάλωση παραμένει η υψηλότερη μεταξύ των «28» της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Ε.Ε.). Περίπου στο 90%, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι κάτω από το 80%.

– Σύμφωνα με στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας & Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), οι καταναλωτικές δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών είναι οι υψηλότερες μεταξύ και των 35 χωρών-μελών του, ξεπερνώντας το 70%. 

– Από την άλλη, σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, η ακαθάριστη αποταμίευση είναι υπερδιπλάσια στην Ε.Ε. και 2,5 φορές πολλαπλάσια στον κόσμο.

Αναζητήσαμε στοιχεία και σε βάθος χρόνου για να έχουμε μια εικόνα της διαχρονικής εξέλιξης των μεταβλητών. Τα αποτελέσματα είναι πολύ ενδιαφέροντα…




Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, αναλογικά με το ΑΕΠ, η τελική κατανάλωση στην Ελλάδα:
 – Από το 2000 μέχρι το 2013, που δίνονται στοιχεία, ήταν η υψηλότερη μεταξύ και των «28» της Ε.Ε., πέριξ του 90%, με εξαίρεση δύο χρονιές που ήταν η δεύτερη υψηλότερη (μετά από εκείνη της Βουλγαρίας).
– Την περίοδο αυτή κινήθηκε μεταξύ των 8,5 και 12,5 ποσοστιαίων μονάδων πάνω από τον μέσο όρο των «28» (φτάνοντας στο μέγιστο της υπέρβασης το 2008).

Εν ολίγοις, από τη χρονιά που γίναμε δεκτοί στην Ευρωζώνη, έχουμε την υψηλότερη ροπή προς την κατανάλωση μεταξύ όχι μόνο όλων των χωρών που έχουν υιοθετήσει το ευρώ, αλλά και των «28» της Ε.Ε. (με εξαίρεση δύο χρονιές που μας ξεπέρασε μόνο η Βουλγαρία). Η απόστασή μας από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο παραμένει επί της ουσίας σταθερή, περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες, καθώς η δική μας ροπή προς την κατανάλωση είναι γύρω στο 90% και των Ευρωπαίων κοντά στο 80%.




Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, αναλογικά με το ΑΕΠ, οι καταναλωτικές δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών:
– Την τελευταία 20ετία για την οποία υπάρχουν εκατέρωθεν στοιχεία (1995-2014), είναι συνεχώς μεγαλύτερες από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ.
– Κινήθηκαν μεταξύ 64-71%, ενώ στον ΟΟΣΑ μεταξύ 60-62%.
– Από το 2008 είχαν σαφώς ανοδική τάση, με αποτέλεσμα το 2013 να σπάσουν το φράγμα του 70% και να διατηρηθούν πάνω από αυτό και το 2014.




Σύμφωνα με τα στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, που πηγαίνουν πιο πίσω στον χρόνο:
– Όλη τη δεκαετία του 1970 ήταν κάτω από το 60%.
– Από το 1980 όμως, με εξαίρεση ένα μικρό διάλειμμα την τριετία 1984-1986, είναι μεγαλύτερες από τον παγκόσμιο μέσο όρο.
– Από το 1987, πολύ μεγαλύτερες, υπερβαίνοντας αδιάκοπα το 64%.
– Από το 2008, μάλιστα, είχαν σαφώς ανοδική τάση, με αποτέλεσμα το 2013 να σπάσουν το φράγμα του 70% και να διατηρηθούν πάνω από αυτό και το 2014 και το 2015.

Είναι χαρακτηριστικό ότι, στον κόσμο, καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της περιόδου, χωρίς την εξαίρεση καμίας απολύτως χρονιάς, οι δαπάνες των νοικοκυριών ήταν μικρότερες του 60% και επί της ουσίας σταθερές (μεταξύ του 57% και του 60%).

Εν ολίγοις, τον τελευταίο σχεδόν μισό αιώνα, η ροπή των νοικοκυριών προς την κατανάλωση παραμένει διεθνώς αμετάβλητη. Οριακά χαμηλότερη από το 60%. Στην Ελλάδα όμως, από το 1987, είναι, ασταμάτητα και ανορθολογικά, αισθητά υψηλότερη, ξεπερνώντας, από το 2013, ακόμα και το 70%.




Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, από το 1995, αναλογικά με το ΑΕΠ, η Ελλάδα αποταμιεύει λιγότερα από ό,τι κατά μέσο όρο σε όλες τις χώρες του κόσμου.

Συγκεκριμένα, ενώ στον κόσμο η ακαθάριστη αποταμίευση παραμένει σταθερή, κοντά στο 25% του ΑΕΠ, στην Ελλάδα:
–  Από το 1998 είναι μικρότερη από το 20% του ΑΕΠ.
–  Το 2008 μειώθηκε στο 10% του ΑΕΠ.
–  Την τριετία 2009-2011 ήταν μεταξύ 5-6% του ΑΕΠ, που είναι ιστορικά χαμηλά 40ετίας (1976-2015).
–  Την τετραετία 2012-2015 επέστρεψε στο 10% του ΑΕΠ.

Εν ολίγοις, την τελευταία σχεδόν 40ετία, η εθνική ροπή προς την αποταμίευση παραμένει διεθνώς αμετάβλητη. Πέριξ του 25%. Στην Ελλάδα όμως, από το 1995, ακολουθεί σε γενικές γραμμές πτωτική τάση. Με αποτέλεσμα, κατά μέσο όρο στον κόσμο να είναι πλέον 2,5 φορές πολλαπλάσια.


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Είναι προφανές ότι μια χώρα όπου:
– στη διάρκεια της τελευταίας σχεδόν 30ετίας, τα νοικοκυριά της κατανάλωναν αισθητά περισσότερα από όσα δικαιολογούσε η παραγωγή της, και…
– στη διάρκεια της τελευταίας 20ετίας, η οικονομία της, εν συνόλω, αποταμίευε όλο και λιγότερα από όσα έπρεπε…
…ήταν αναπόφευκτο να βρεθεί σε αδιέξοδο…

Όπως και ότι θα βγει απ’ αυτό πάρα πολύ δύσκολα, όταν, αναλογικά με το εθνικό προϊόν της:
– τα νοικοκυριά της εξακολουθούν να καταναλώνουν τα περισσότερα στον αναπτυγμένο κόσμο και, ταυτόχρονα…
– η οικονομία της, εν συνόλω, δεν αποταμιεύει ούτε τα μισά από όσα στην Ε.Ε.

Η βιώσιμη διέξοδος προϋποθέτει τα νοικοκυριά της να αλλάξουν καταναλωτικές συνήθειες και η οικονομία της, εν συνόλω, αποταμιευτικές. Για την ακρίβεια, οι τάσεις να αντιστραφούν…


Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Economia.gr στις 28 Νοεμβρίου 2016:


Υποσημειώσεις:

1. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2013 (που είναι η τελευταία χρονιά για την οποία υπάρχουν διαθέσιμα  στοιχεία), η τελική κατανάλωση ήταν στο 89,6% του ΑΕΠ στην Ελλάδα και στο 79,8% στην Ε.Ε. Επομένως, η απόστασή μας από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ήταν 9,8 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ.

2. Σύμφωνα με στοιχεία του ΟΟΣΑ, το 2014 (που είναι η τελευταία χρονιά για την οποία υπάρχουν εκατέρωθεν στοιχεία), ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι καταναλωτικές δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών ήταν οι υψηλότερες μεταξύ και των 35 χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Συγκεκριμένα, στο 70,30% του ΑΕΠ έναντι 61,67% στον ΟΟΣΑ. Την περίοδο 2010-2013, ως ποσοστό του ΑΕΠ, οι καταναλωτικές δαπάνες των νοικοκυριών της Τουρκίας ήταν οριακά υψηλότερες από εκείνες των ελληνικών. Σε ό,τι αφορά το 2015, τα ελληνικά νοικοκυριά κατανάλωναν το 69,91% του ΑΕΠ ξεπερνώντας εκείνα όλων των υπόλοιπων χωρών, με εξαίρεση την Τουρκία, για την οποία δεν υπάρχουν ακόμα διαθέσιμα στοιχεία.

3. Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, το 2014 (που είναι η τελευταία χρονιά για την οποία υπάρχουν εκατέρωθεν στοιχεία), η ακαθάριστη αποταμίευση ήταν στο 9,8% του ΑΕΠ στην Ελλάδα, στο 21,1% του ΑΕΠ στην Ε.Ε. και στο 24,3% του ΑΕΠ στον κόσμο. Επομένως, ως προς το ΑΕΠ, ήταν 2,15 φορές εκείνη της Ελλάδας στην Ε.Ε. και 2,48 φορές εκείνη της Ελλάδας στον κόσμο.

4. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2003 και το 2004 το υψηλότερο ποσοστό τελικής κατανάλωσης ως προς το ΑΕΠ στην Ε.Ε. των «28» το είχε η Βουλγαρία (με 89,2% και 88,7%, αντίστοιχα) και ακολουθούσε η Ελλάδα (με 87,8% και 87,6%).

5. Σύμφωνα με στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι καταναλωτικές δαπάνες των ελληνικών νοικοκυριών ήταν στο 70,9% του ΑΕΠ το 2013, στο 70,4% του ΑΕΠ το 2014 και στο 70,3% του ΑΕΠ το 2015.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου