Η φωτογραφία μου
Master of Science in Economics, Athens University of Economics and Business.

Οκταετία Σημίτη VS Εξαετία Καραμανλή

Σαν σήμερα, το 2004, ο Κώστας Καραμανλής παραλάμβανε την πρωθυπουργία από τον Κώστα Σημίτη. Αν και οι οικονομολόγοι δεν επιτρέπεται να λαμβάνουμε θέση στην πολιτική διαμάχη, οφείλουμε να παραθέτουμε τους αριθμούς της οικονομίας. Που εκ φύσεως είναι αμείλικτοι. Άνευ πολιτικού χρώματος. Ανεπίδεκτοι πολλαπλών ερμηνειών…


Αδικαιολόγητη αύξηση δημοσίου χρέους

Για τη σύγκριση των δύο περιόδων διακυβέρνησης ως προς τη δημοσιονομική διαχείριση, αποκαλυπτικότερη όλων των οικονομικών μεταβλητών είναι εκείνη του δημοσίου χρέους.

Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το δημόσιο χρέος της Ελλάδας:
– Την οκταετία 1996-2003 αυξήθηκε περίπου 80 δισ. ευρώ (χονδρικώς, από τα 100 στα 180 δισ. ευρώ).
– Την εξαετία 2004-2009 αυξήθηκε περίπου 120 δισ. ευρώ (χονδρικώς, από τα 180 στα 300 δισ. ευρώ).





Εν ολίγοις, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά σχεδόν 40 δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερο την εξαετία 2004-2009 από ό,τι την οκταετία 1996-2003, παρά τα δύο επιπλέον χρόνια της τελευταίας.





Κατά μέσο όρο, η αύξηση ανά χρονιά ήταν διπλάσια την εξαετία 2004-2009 σε σχέση με την οκταετία που προηγήθηκε: κατά προσέγγιση 20 έναντι 10 δισ. ευρώ.

Αυτή η εκρηκτική άνοδος κρυβόταν "κάτω από το χαλί" μέχρι το 2008, λόγω της ανόδου και του ΑΕΠ. Συγκεκριμένα, το ΑΕΠ αυξανόταν την περίοδο 2004-2007 και παρέμεινε ουσιαστικά στάσιμο το 2008. Όμως, μειώθηκε αισθητά το 2009, εκτοξεύοντας τον λόγο δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ πάνω από το 125%. (Με το βάθεμα της ύφεσης τα χρόνια που ακολούθησαν να τον στέλνει σε αστρονομικά ύψη, της τάξεως του 180%, σε μια χαρακτηριστική εφαρμογή του λεγόμενου στους οικονομικούς κύκλους «φαινόμενου της χιονοστιβάδας»).




Όπως μπορούμε να δούμε και στο διάγραμμα με στοιχεία του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας & Ανάπτυξης για την ετήσια ποσοστιαία μεταβολή του ΑΕΠ, το 2007 ήταν η τελευταία χρονιά ισχυρής ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. 





Γιατί η ανάπτυξη ξεφούσκωσε μετά το 2007; Οι απαντήσεις ποικίλλουν: από το ότι αποτύχαμε να αξιοποιήσουμε τη δυναμική των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, μέχρι το ότι αποτελέσαμε απλά θύμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης. Με την αλήθεια, όπως συμβαίνει πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις, να βρίσκεται κάπου στη μέση…

Από την άλλη, η ετεροβαρής αύξηση του δημόσιου χρέους σε ονομαστικούς όρους την εξαετία 2004-2009 δεν μπορεί να αποδοθεί κατά κανένα τρόπο στην ανάγκη πληρωμής συγκριτικά υψηλότερων τόκων για την εξυπηρέτηση χρέους προηγούμενων περιόδων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, οι τόκοι της εξαετίας αυτής ήταν παρόμοιοι με εκείνους της οκταετίας που προηγήθηκε (1996-2003). Τόσο στη μία όσο και στην άλλη περίοδο, ο ετήσιος μέσος όρος ήταν 10 δισ. ευρώ. 




Μάλιστα, οι τόκοι της περιόδου Καραμανλή ήταν μικρότεροι ως προς το ΑΕΠ από εκείνους της περιόδου Σημίτη. Ενδεικτικά, την εξαετία 2004-2009 δεν ξεπέρασαν καμία χρονιά το 5% του ΑΕΠ. Τουναντίον, η οκταετία 1996-2003 ξεκίνησε με ετήσιους τόκους πάνω από το 10% του ΑΕΠ, που μειώθηκαν εν συνεχεία από χρονιά σε χρονιά, για να πέσουν κάτω από το 5% του ΑΕΠ μόνο στο τέλος της (και τότε οριακά).




Λόγω πρωτογενών δαπανών

Προφανώς, το δημόσιο χρέος είναι απότοκο των ελλειμμάτων που παρήγαγε κάθε χρόνο το Ελληνικό Δημόσιο. Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το πρωτογενές αποτέλεσμα της γενικής κυβέρνησης:
– Την οκταετία 1996-2003 ήταν θετικό τις έξι πρώτες χρονιές, οριακά αρνητικό την προτελευταία και σχεδόν στο -3% του ΑΕΠ την τελευταία.
– Την εξαετία 2004-2009 ήταν αρνητικό όλες τις χρονιές, ξεφεύγοντας μάλιστα τελείως στο τέλος της, όταν ξεπέρασε το -10% του ΑΕΠ. 

Εν ολίγοις, το πρωτογενές έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης το 2009 ήταν υπερτριπλάσιο από εκείνο του 2003.




Από τα ίδια στοιχεία προκύπτει ότι ο ετήσιος μέσος όρος του πρωτογενούς αποτελέσματος της γενικής κυβέρνησης ήταν +1% του ΑΕΠ την οκταετία 1996-2003 και -4,1% του ΑΕΠ την εξαετία 2004-2009.

Μια αντιπαραβολή των εσόδων της γενικής κυβέρνησης κατά τις δύο περιόδους αρκεί για να αντιληφθεί κάποιος ότι τα χειρότερα αποτελέσματα της δεύτερης οφείλονται κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στις δαπάνες. Ενδεικτικά, τα έσοδα ήταν, έστω και οριακά, περισσότερα ως προς το ΑΕΠ το 2009 από ό,τι το 2003.




Ήταν οι πρωτογενείς δαπάνες της γενικής κυβέρνησης εκείνες που εκτοξεύτηκαν, κυρίως στο τέλος της εξαετίας Καραμανλή, για να φτάσουν το 2009 μια ανάσα από το 50% του ΑΕΠ. Ερμηνεύοντας το σχετικό διάγραμμα, κάποιος θα μπορούσε να πει ότι η «ήπια δημοσιονομική προσαρμογή» έληξε το 2006 και αποδείχτηκε ανεπαίσθητη για να αντιμετωπίσει το τσουνάμι της χρηματοπιστωτικής κρίσης που ακολούθησε. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι πρωτογενείς δαπάνες έκλεισαν το 2007 σε υψηλότερα επίπεδα ως προς το ΑΕΠ από ό,τι το 2003, δηλαδή την τελευταία και χειρότερη δημοσιονομικά χρονιά της περιόδου Σημίτη.




Τέλος, αν εστιάσουμε μόνο στις καταναλωτικές δαπάνες της γενικής κυβέρνησης, μπορούμε να δούμε ότι την περίοδο 1996-2003 δεν ξεπέρασαν ποτέ το 20% του ΑΕΠ, ενώ το 2009 έκλεισαν πάνω από το 23% του ΑΕΠ.




Ανεξαρτήτως οικονομικού κύκλου

Είναι αλήθεια ότι τα οικονομικά μεγέθη, εκφρασμένα σε όρους ΑΕΠ, δίνουν πολλές φορές παραπλανητική εικόνα, αφού επηρεάζονται σ’ αυτήν την έκφραση από τον οικονομικό κύκλο. Εν προκειμένω, θα μπορούσε ενδεχομένως να διατυπωθεί η ένσταση ότι τη διετία 2008-2009 επιδεινώθηκαν από την ύφεση. Έστω κι αν η λογιστική αύξηση του ΑΕΠ κατά περίπου 10 ποσοστιαίες μονάδες το 2006 είναι εκείνη που ωραιοποίησε όλα τα έκτοτε μεγέθη. 

Για να μην έχουμε λοιπόν καμιά αμφιβολία, ανεξάρτητα από την πορεία του ΑΕΠ, οι πρωτογενείς δαπάνες της γενικής κυβέρνησης:
– Την οκταετία 1996-2003 αυξήθηκαν κατά σχεδόν 38 δισ. ευρώ (χονδρικώς, από τα 37 στα 75 δισ. ευρώ).
– Την εξαετία 2004-2009 αυξήθηκαν κατά σχεδόν 42 δισ. ευρώ (χονδρικώς, από τα 75 στα 117 δισ. ευρώ).





Παρομοίως, οι καταναλωτικές δαπάνες της γενικής κυβέρνησης:
– Την οκταετία 1996-2003 αυξήθηκαν περίπου κατά 15 δισ. ευρώ (χονδρικώς, από τα 19 στα 34 δισ. ευρώ).
– Την εξαετία 2004-2009 αυξήθηκαν περίπου κατά 21 δισ. ευρώ (χονδρικώς, από τα 34 στα 55 δισ. ευρώ).






Πιο χαρακτηριστικά, οι κυβερνώντες την περίοδο 2004-2009 έφεραν μπροστά μια αύξηση των πρωτογενών δαπανών που θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί τρία χρόνια αργότερα, αν έμενε ανέπαφος ο ρυθμός αύξησής τους από την περίοδο 1996-2003. Με την ίδια λογική, φαίνεται να αύξησαν και το δημόσιο χρέος όσο θα έπρεπε να αυξηθεί σωρευτικά στο τέλος μιας επιπλέον εξαετίας.


Εξωτερικό έλλειμμα

Το παζλ των τότε ανισορροπιών της ελληνικής οικονομίας συμπληρώνει το μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αποτέλεσμα ενός ανάλογου ανοίγματος μεταξύ της αξίας εξαγωγών-εισαγωγών υπέρ των δεύτερων. 




Όπως μπορεί να δει κάποιος εξετάζοντας τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το έλλειμμα αυτό:
– Έκλεισε πάνω από το 10% του ΑΕΠ την τελευταία χρονιά της οκταετίας 1996-2003.
– Περιορίστηκε κάτω από το 10% του ΑΕΠ τις δύο πρώτες χρονιές της εξαετίας 2004-2009, αλλά ξέφυγε εκ νέου το 2006, πλησιάζοντας το απίστευτο 16% του ΑΕΠ το 2007 και το 2008.


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Στις αρχές του 2004, που ο Κώστας Καραμανλής παραλάμβανε την πρωθυπουργία από τον Κώστα Σημίτη, η ελληνική οικονομία έτρεχε με ετήσιο ρυθμό ανάπτυξης σχεδόν 6% από τον προηγούμενο χρόνο. Αν και υπήρχαν σημαντικές ανισορροπίες στα δίδυμα ισοζύγια (γενικής κυβέρνησης και τρεχουσών συναλλαγών), φαίνονταν αντιμετωπίσιμες σε ένα περιβάλλον ισχυρής οικονομικής ανάπτυξης.

Η ήπια δημοσιονομική προσαρμογή, όμως, τις βελτίωσε μόνο ήπια και προσωρινά έως το 2006. Και με την ανάπτυξη να επιβραδύνεται σταδιακά ακολουθώντας τη μεταολυμπιακή αδράνεια, η Ελλάδα βρέθηκε το 2007, με το ξέσπασμα της διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, με οικονομικές ανισορροπίες παρόμοιες σε όρους ΑΕΠ με εκείνες που είχε το 2003.

Το χειρότερο, τη διετία 2008-2009, ανεξήγητα πώς, αντί να παρθούν περιοριστικά μέτρα, οι πρωτογενείς δαπάνες αφέθηκαν να ξεφύγουν τελείως, με αποτέλεσμα η τελευταία χρονιά της διακυβέρνησης Καραμανλή να κλείσει με ένα πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα 
υπερτριπλάσιο από εκείνο της τελευταίας χρονιάς της διακυβέρνησης Σημίτη. Και με την ελληνική οικονομία σε ύφεση πάνω από 4%.

Εν συνόλω, η σύγκριση της εξαετίας 2004-2009 με την οκταετία που προηγήθηκε (περίοδοι που αντιστοιχούν στις πρωθυπουργικές θητείες του Κώστα Καραμανλή και του Κώστα Σημίτη) είναι αποκαλυπτική.

Την εξαετία 2004-2009, το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά σχεδόν 40 δισεκατομμύρια ευρώ περισσότερο από ό,τι την οκταετία 1996-2003, παρά τα δύο επιπλέον χρόνια της τελευταίας. Με τη διαπίστωση ότι ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του χρέους διπλασιάστηκε από την οκταετία στην εξαετία να σοκάρει.

Το γεγονός, μάλιστα, ότι η εκρηκτική πορεία του δημοσίου χρέους στην εξαετία 2004-2009 δεν μπορεί να δικαιολογηθεί κατά κανέναν τρόπο από το μέγεθος των τόκων ή τον οικονομικό κύκλο
 καθιστά αδικαιολόγητη και την υπερχρέωση. Κάτι που επιβεβαιώνουν οι πρωτογενείς δημόσιες δαπάνες, που αυξήθηκαν σε ονομαστικούς όρους την εξαετία 2004-2009 περισσότερο από όσο είχαν αυξηθεί σε όλη την προηγούμενη οκταετία. Σαν η περίοδος Καραμανλή να “κατάπιε” μια αύξηση των πρωτογενών δαπανών που θα έπρεπε να είχε ολοκληρωθεί τρία χρόνια αργότερα... 

Με την αύξηση να αφορά κυρίως τις καταναλωτικές δαπάνες. Αφού, ανεξαρτήτως όλων αυτών των αριθμών της οικονομίας, είναι αδύνατον και να μνημονευθεί ένα μεγάλο έργο υποδομής από τη συγκεκριμένη περίοδο σαν αυτά που υλοποιήθηκαν την προηγούμενη οκταετία (Γέφυρα Ρίου-Αντιρρίου, Διεθνής Αερολιμένας Αθηνών «Ελευθέριος Βενιζέλος», Αττική Οδός, Μετρό Αθήνας). 

Ελλείψει βάσιμων απαντήσεων από το πεδίο της οικονομίας για τα δημοσιονομικά αποτελέσματα της περιόδου Καραμανλή, αυτές πρέπει να αναζητηθούν στο πεδίο της πολιτικής. Αν και η εν λόγω αναζήτηση ξεφεύγει από τους στόχους του συγκεκριμένου άρθρου, όλα δείχνουν ότι η επιλογή της «ήπιας δημοσιονομικής προσαρμογής» υπαγορεύτηκε από τον φόβο αναβίωσης ενός εφιάλτη. Του εφιάλτη της «δεξιάς παρένθεσης» για το κόμμα που είχε εφαρμόσει άγρια λιτότητα κυβερνώντας την περίοδο 1990-1993 και έκτοτε έμεινε πολλά χρόνια εκτός εξουσίας. Αν και, ακόμα κι αυτή η πολιτική ανάλυση αδυνατεί να ερμηνεύσει τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό της διετίας 2008-2009.

Για να μη φτάσουμε, λοιπόν, να πούμε ότι για τη χρεοκοπία της Ελλάδας ευθύνεται ο θείος του Κώστα Καραμανλή, που μόνος εναντίον όλων έβαλε την Ελλάδα στην τότε Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα, ως δέκατο πλήρες μέλος, πριν από την κοινή προσχώρηση της Ισπανίας και της Πορτογαλίας, να συναινέσουμε τουλάχιστον και στο ότι είναι φύσει αδύνατον η ευθύνη να βαραίνει περισσότερο τον πρωθυπουργό που την ενέταξε στον σκληρό νομισματικό της πυρήνα –καθιστώντας ευρωπαϊκό το ελληνικό δημοσιονομικό πρόβλημα– από τον διάδοχό του – που το όξυνε αδικαιολόγητα;


Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Economia.gr στις 7 Μαρτίου 2017.

Δημοσιεύτηκε και στην ιστοσελίδα Insider.gr στις 20 Μαρτίου 2017:
http://www.insider.gr/apopseis/vlogs/41402/oktaetia-simiti-vs-exaetia-karamanli


Υποσημειώσεις:

1. Η διακυβέρνηση του Κώστα Σημίτη διήρκεσε 8 χρόνια και 2 μήνες. Στις 18 Ιανουαρίου 1996 εξελέγη Πρωθυπουργός από την κοινοβουλευτική ομάδα του κυβερνώντος κόμματος και παρέδωσε την πρωθυπουργία με τις βουλευτικές εκλογές της 7ης Μαρτίου 2004. Η διακυβέρνηση του Κώστα Καραμανλή διήρκεσε 5 χρόνια και 7 μήνες. Ανέλαβε πρωθυπουργός με τη νίκη του στις προαναφερθείσες εκλογές και παρέδωσε την πρωθυπουργία με την ήττα του στις εκλογές της 4ης Οκτωβρίου 2009. Επομένως, στην εξαετία 2004-2009, οι δύο πρώτοι μήνες του 2004 και οι τρεις τελευταίοι του 2009 δεν θα έπρεπε να χρεωθούν στον Κώστα Καραμανλή. Εκ των πραγμάτων, όμως, πέντε μήνες στη διάρκεια μιας εξαετίας δεν μπορούν να νοθεύσουν τα γενικά συμπεράσματα γι’ αυτήν.

2. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την οκταετία 1996-2003 το δημόσιο χρέος της Ελλάδας αυξήθηκε κατά 80,7 δισ. ευρώ, από 100,8 σε 181,5 δισ. ευρώ. Και την εξαετία 2004-2009, κατά 119,6 δισ. ευρώ, από 181,5 σε 301,1 δισ. ευρώ. Επομένως, η διαφορά μεταξύ των δύο αυξήσεων ήταν 38,9 δισ. ευρώ.

3. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, σε σταθερές τιμές 2010, το ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν 158,8 δισ. ευρώ το 1995, 217,4 δισ. ευρώ το 2003 και 239,1 δισ. ευρώ το 2009. Επομένως, την οκταετία 1996-2003 αυξήθηκε κατά 58,6 δισ. ευρώ, ήτοι 36,9% σε σχέση με τα 158,8 δισ. ευρώ του 1995. Και την εξαετία 2004-2009, κατά 21,7 δισ. ευρώ, ήτοι 10% σε σχέση με τα 217,4 δισ. ευρώ του 2003.

4. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο ετήσιος μέσος όρος των τόκων που πλήρωσε το Ελληνικό Δημόσιο ήταν 10 δισ. ευρώ την περίοδο 1996-2003 και 10,4 δισ. ευρώ την περίοδο 2004-2009. Ο υπολογισμός του μέσου όρου προκύπτει αθροίζοντας τους τόκους έκαστης περιόδου και διαιρώντας το άθροισμα με το πλήθος των ετών (8 και 6, αντίστοιχα).

5. Το 2006, η Eurostat έκανε δεκτή μια λογιστική αναθεώρηση του ελληνικού ΑΕΠ κατά 9,6% για τη συμπερίληψη της παραοικονομίας.

6. Αν λάβουμε υπόψη ότι το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 80,7 δισ. ευρώ την περίοδο 1996-2003, η μέση ετήσια αύξηση την οκταετία ήταν 10,1 δισ. ευρώ. Παρομοίως, αν λάβουμε υπόψη ότι το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 119,6 δισ. ευρώ την περίοδο 2004-2009, η μέση ετήσια αύξηση την εξαετία ήταν 19,9 δισ. ευρώ. Άρα, επί της ουσίας, διπλάσια τη δεύτερη περίοδο.

7. Αν λάβουμε υπόψη ότι οι πρωτογενείς δαπάνες αυξήθηκαν κατά 37,6 δισ. ευρώ την περίοδο 1996-2003, η μέση ετήσια αύξηση την οκταετία ήταν 4,7 δισ. ευρώ. Επομένως, αν ο ρυθμός παρέμενε σταθερός, η αύξηση κατά 41,9 δισ. ευρώ της περιόδου 2004-2009 θα έπρεπε να λάβει χώρα σε 8,9 χρόνια (και όχι σε 6 όπως έλαβε).

8. Αν λάβουμε υπόψη ότι το δημόσιο χρέος αυξήθηκε κατά 80,7 δισ. ευρώ την περίοδο 1996-2003, η μέση ετήσια αύξηση την οκταετία ήταν 10,1 δισ. ευρώ. Επομένως, αν ο ρυθμός παρέμενε σταθερός, η αύξηση κατά 119,6 δισ. ευρώ της περιόδου 2004-2009 θα έπρεπε να λάβει χώρα σε 11,8 χρόνια (και όχι σε 6 όπως έλαβε).

1 σχόλιο:

  1. Ο πρώην πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης χρησιμοποίησε δύο διαγράμματα από το άρθρο σε συνέντευξή του στην τηλεοπτική εκπομπή «Ιστορίες» (29/3/2017):
    https://www.youtube.com/watch?v=7KfYq5PCLJc

    ΑπάντησηΔιαγραφή